- αιθαλωτός
- -ή, -ό (Α αἰθαλωτός, -ή, -ὸν) [αἰθαλῶ]νεοελλ.ο μαυρισμένος από την καπνιάαρχ.αυτός που έγινε στάχτη, ο καμένος (Λυκόφρων 338).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰθαλωτόν — αἰθαλωτός burnt to ashes masc acc sg αἰθαλωτός burnt to ashes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλωτήν — αἰθαλωτός burnt to ashes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] … Dictionary of Greek